μονομάχης

μονομάχης
μονομάχης, ὁ (Α)
μονομάχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονομάχος, κατά τα αρσ. σε -ης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μονομάχης — masc nom sg μονομαχέω fight in single combat imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχαι — μονομάχης masc nom/voc pl μονομάχᾱͅ , μονομάχης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομαχῶν — μονομάχης masc gen pl μονομαχέω fight in single combat pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομάχας — μονομάχᾱς , μονομάχης masc acc pl μονομάχᾱς , μονομάχης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

  • ՄԵՆԱՄԱՐՏ — (ի, ից.) NBH 2 0250 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c, 13c գ. μονομαχία Մենամարտութիւն. *Զիս փրկեսցես հայցմամբ նոցին՝ յաջակողմեան մենամարտին. Յիսուս որդի.: *Ի պատճառս արիութեան հրահանգիցէ զիս մենամարտիւն. Վանակ. յոբ.: ա.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μονομάχου — μονόμαχος fighting in single combat masc/fem/neut gen sg μονομάχης masc gen sg μονομάχος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”